κριθοφόρος

κριθοφόρος
ο (Α κριθοφόρος, -ον)
αυτός που παράγει κριθάρι («κριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μηλο-φόρος, οπωρο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κριθοφόρος — bearing barley masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθοφόρον — κριθοφόρος bearing barley masc/fem acc sg κριθοφόρος bearing barley neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… …   Dictionary of Greek

  • κριθοφορώ — κριθοφορῶ, έω (Μ) [κριθοφόρος] μαντεύω με το ρίξιμο τού κριθαριού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”